κάργα — (I) επίρρ. 1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα») 2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα») 3. έντονα, με όλη τη δύναμη 4. πολύ σφιχτά («τού έδεσαν τα χέρια… … Dictionary of Greek
κάργας — ο (για πρόσ.) αυτός που επιδεικνύεται σαν παληκαράς, ο ψευτοπαληκαράς, ο νταής («μάς κάνει τον κάργα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάργα (ΙΙ) πρβλ. τη μσν. φρ. βοῶ τὴν κάργαν «κομπορρημονώ»] … Dictionary of Greek
κάρια — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Βρίσκεται απέναντι από τη Σάμο, την Πάτμο, την Κάλυμνο, την Κω, τη Νίσυρο, την Τήλο, τη Σύμη και τη Ρόδο. Στα Β ορίζεται από τη Λυδία, με φυσικό σύνορο τον ποταμό Μαίανδρο, και στα Α από… … Dictionary of Greek
Liste kretischer Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
κάργια — η βλ. κάργα (II) … Dictionary of Greek
καλοιακούδα — και καλιακούδα, η κοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] … Dictionary of Greek
κάργας — ο ψευτοπαλικαράς, νταής: Μη μου κάνεις εμένα τον κάργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλιακούδα — η το πουλί κάργα: Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φίσκα — άκλ., επίθ. ή επίρρ., χωρίς διάκριση γένους, υπερπλήρης, πολύ γεμάτος, ως εκεί που να μη χωρεί άλλο, ως επάνω, ως τα χείλη, κάργα, ξέχειλα: Οι κερκίδες του γηπέδου ήταν φίσκα από φιλάθλους. – Του γέμισες φίσκα το ποτήρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)